πρωί

πρωί
επίρρ. χρον.
1. ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ήλιου: Σηκώνομαι πολύ πρωί.
2. το πριν από το μεσημέρι χρονικό διάστημα: Πρωί θα είμαι στο γραφείο.
3. ως ουσ., μόνο ονομαστ. και αιτ. εν., οι άλλες πτώσεις αναπληρώνονται με τη λέξη πρωινό: Όλο το πρωί θα είμαι στο σπίτι. – Τα πρωινά πηγαίνω στη θάλασσα.
4. μτφ., η αρχή: Όπου δεν είναι το πρωί ούτ' όλη την ημέρα (παροιμ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως …   Dictionary of Greek

  • πρῶι — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρῷ , πρωί early in the day attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωί — early in the day indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώι — πρῴ , πρωί early in the day indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῷ — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρωί early in the day attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτατον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτερον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωιαίτατα — πρωί early in the day irreg̱superl indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτατα — πρωί early in the day neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτεροι — πρωί early in the day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”